-θρο(ν)

-θρο(ν)
το επίθημα -θρο(ν), όπως και το θηλ. -θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το -θ- τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα -θλο-*, -θμο-*. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο χρησίμευσε στον σχηματισμό τόσο επιθέτων (πρβλ. σκε-θρός, σκυ-θρός < σκυδμαίνω), τα οποία απαντούν μεν σε αρχαιότατα κείμενα, αλλά είναι ολιγάριθμα, όσο και ουσιαστικών (πρβλ. βάρα-θρον, μέλα-θρον), που είναι πολύ περισσότερα και δηλώνουν όργανο, μέσο και τόπο. Τών ουσιαστικών αυτών η χρήση είναι σχετικά περιορισμένη λόγω τής υπάρξεως τών ανταγωνιστικών επιθημάτων -τρο(ν) και -τήριο(ν). Το επίθημα -θρο- εισήχθη από την Αρχαία Ελληνική στη Λατινική με την μορφή -bro-, -brā- (πρβλ. cribrum, flābrum, polūbrum κ.ά.). Εμφανίζει και παρεκτεταμένη μορφή με -ε- πρβλ. όλ-εθρος < όλλυμι, ρέεθρον - ρείθρον < ρέω ή με ē(=η), που έλαβε μεγάλη επίδοση (πρβλ. αρχ. κήλ-ηθρον, κόρ-ηθρον), ιδιαίτερα στη Νέα Ελληνική για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών, δηλωτικών οργάνου
(πρβλ. δακτυλ-ήθρα, καντηλ-ήθρα κ.ά.). Χρησίμευσε εξάλλου στον σχηματισμό τεχνικών όρων (πρβλ. μυλω-θρός) και πολλές φορές συνήφθη σε ονοματικούς τύπους, οι οποίοι είχαν ήδη άλλο επίθημα (πρβλ. δακτυλ-ήθρα < δάκτυλ-ος, σκανδάλ-ηθρον < σκάνδ-αλον). Επίσης ήταν δηλωτικό φαρμάκων (πρβλ. κλ-ήθρον) και οργάνων τού σώματος (πρβλ. ουρ-ήθρα). Οι λέξεις τής Ελληνικής που έχουν σχηματιστεί μ' αυτό το επίθημα είναι οι εξής: α) σε -θρο(ν): άρθρο(ν), βάθρο(ν), βάραθρο(ν), έλκηθρο(ν), ζύγωθρο(ν), κλείθρο(ν), μέλαθρο(ν), πλέθρο(ν), πύρεθρο(ν), ρείθρο(ν), ύπαιθρο(ν)
αρχ.
άλεθρον, ανάκλιθρον, απόρρανθρον, βέθρον, βέρεθρον, βλάθρον, γείθρον, δακτύληθρον, δέρεθρον, δίπλεθρον, εγκοίμηθρον, εγκύκληθρον, εκκύκληθρον, ενούρηθρον, ένρειθρον, ζέρεθρον, ημίπλεθρον, θορύβηθρον, κάλλυνθρον, κάναθρον, κάνναθρον, καρκίνηθρον, καρκίνωθρον, κατάρρειθρον, κήληθρον, κίνηθρον, κλᾴσθρον, κλήθρον, κλῄθρον, κλήιθρον, κμέλεθρον, κόλυθρον, κόπηθρον, κόρηθρον, κοττάναθρον, κύβεθρον, κύκηθρον, λείβηθρον, λύθρον, μάραθρον, μήλωθρον, μίσηθρον, μύλωθρον, νίκαθρον, ορόβηθρον, πέλεθρον, πρόαιθρον, πτολίεθρον, πύρωθρον, ρέεθρον, σίβληθρον, σκάλαυθρον, σκάλευθρον, σκανδάληθρον, σκόλυθρον, στέργηθρον, στίλβωθρον, τέρθρον, τετάνωθρον, φαρύγγεθρον, φόρεθρον, φύγεθρον, χοιραδόλεθρον, χώλοθρον, ψίλωθρον
νεοελλ.
σάρωθρο, σκέρεθρο. β) σε -θρα: δακτυλήθρα, κολυμβήθρα, ουρήθρα
αρχ.
αλινδήθρα, εμβλήθρα, ενουρήθρα, καλινδήθρα, κλήθρα, κοιμήθρα, κορυμβήθρα, κρεμάθρα, κυκήθρα, κυλινδήθρα, μελάθρα, ρωποπερπερήθρα, στωμυλήθρα
νεοελλ.
αρμυρήθρα, δαχτυλήθρα, κανδηλήθρα, καντηλήθρα, καυκαλήθρα, κερήθρα, κηρήθρα, κολυμπήθρα, κουκουλήθρα, λαμπυρήθρα, μασουρήθρα, μολυβήθρα, μπουρμπουλήθρα, μυζήθρα, ξινήθρα, ξινομυζήθρα, πατήθρα, πιτσυλήθρα, πιτυρήθρα, σιταρήθρα, σκλήθρα, τουφεκήθρα, τσιλιβήθρα, τσουλήθρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πετάλωθρο — και πετάλωτρο, το, Ν 1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα 2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα θρο / τρο (πρβλ. σάρω θρο, φίμ …   Dictionary of Greek

  • σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • σκεθρός — ά, όν, και ιων. τ. θηλ. σκεθρή, Α 1. επιμελώς κατασκευασμένος, ακριβής («γνώμῃ σκεθρῇ βασανίσας», Ιπποκρ.) 2. επιμελής, προσεκτικός. επίρρ... σκεθρῶς Α κατά τρόπο σκεθρό, με ακρίβεια, με επιμέλεια («προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντα», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • ταλάντωθρο — το, Ν εξάρτημα μηχανής τού οποίου η ταλάντωση ρυθμίζει την κίνησή της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + επίθημα θρο (πρβλ. σάρω θρο). Η λ., στον λόγιο τ. ταλάντωθρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • thromboid — thromboid, a. Path. (ˈθrɒmbɔɪd) [f. Gr. θρόµβος clot of blood + oid; cf. Gr. θροµβοειδής full of clots.] Resembling a thrombus. in Mayne Expos. Lex. in Syd. Soc. Lex …   Useful english dictionary

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • протромби́н — а, м. Сложный белок, содержащийся в плазме крови, из которого образуется фермент тромбин, необходимый для свертывания крови. [От лат. pro перед, впереди и греч. θρομβος сгусток] …   Малый академический словарь

  • тромб — 1) а, м. мед. Сгусток крови, образующийся в кровеносном сосуде. [От греч. θρομβος сгусток] 2) а, м. Мощный смерч над сушей. [От итал. tromba] …   Малый академический словарь

  • тромбофлеби́т — а, м. мед. Воспаление стенки вены, сопровождающееся образованием тромба1. [От греч. θρομβος сгусток и φλεψ, φλεβος вена] …   Малый академический словарь

  • трон — а, м. Место монарха во время официальных приемов и иных торжественных церемоний богато украшенное кресло на специальном возвышении; престол. Георгий явился в Варшаве и пред троном Станислава с жаром заступился за тех, которые именовались еще… …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”